- ἱμάντιον
- ἱμάντιονstrapneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιμάντιον — ἱμάντιον, τὸ (Α) [ιμάς] η επιγλωττίδα, η σταφυλή … Dictionary of Greek
ἱμαντίοις — ἱμάντιον strap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντίοισι — ἱμάντιον strap neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντίων — ἱμάντιον strap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντίῳ — ἱμάντιον strap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάντια — ἱμάντιον strap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek